ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ






Οπως καθε χρονο οι Μοναστηριωτες υποδεχονται το καινουργιο χρονο ολοι μαζι χορευοντας και τραγουδωντας ! Η πλατεια γεμιζει απο πληθος κοσμου καθε ηλικιας. Το σκηνικο που εκτυλισεται αποτελει ενα δρωμενο που εχει τις ριζες του στα παναρχαια χρονια.Ειναι ενα εθιμο μειγμα διονυσιακης λατρειας και χριστιανισμου , γεννημα της ορφικης γης . Οι ανατολικορωμυλιωτες καταφεραν να διατηρησουν ζωντανο το εθιμο "ΚΑΜΗΛΕΣ ΚΑΙ ΝΤΙΒΙΝΤΖΙΔΕΣ" μεχρι σημερα .

Ας κυλησουμε με τη φαντασια μας σ εναν χρονο που καποτε ηταν αληθινος.. "Παραμονη πρωτοχρονιας στο Μεγαλο Μοναστηρι καπου εκει ψηλα στο Βορρά οπου ανασαινε ακομα ο ελληνισμος. Το οροπεδιο ειχε ντυθει στα λευκα. Στη κορυφη του λοφου δεσποζε το μοναστηρι ,φρουρος των ψυχων. Οι καμπανες χτυπουσαν μελωδικα προετοιμαζοντας τους χωρικους για τις αγιες μερες. Μια χαρουμενη αναστατωσηεπικρατουσε. Ολο το χωριο σα μια καρδια ετοιμαζοταν να προυπαντησει τα Χριστουγεννα και την Πρωτη του χρονου μερα.. Οι αντρες ξεχιονιζαν τις στράτες φτιαχνοντας "πατικουδες" (μικροι αυτοσχεδιοι δρομισκοι) κι οι γυναικες στο σπιτι εφτιαχναν ολων των ειδων γιορτασιμα καλουδια . Τα βραδια κοντα στη θερμη του τζακιου μαζευονταν παρεες (σαρτες) για να προβαρουν τα τραγουδια των Χριστουγεννων και της Πρωτοχρονιας.
Τα
τραγουδια απο τις "σαρτες" (συντροφια νεων αγοριων) αντηχουν στο
χωριο και την παραμονη της Πρωτοχρονιας !!! Το σκηνικο αυτη τη φορα
εμπλουτιζεται με την παρουσια του Ντιβιτζη και της Καμηλας.Αυτοι
συνοδευουν τα παληκαρια με βηματισμο ο οποιος καλλιστα μπορει να χαρακτηριστει ως αρχεγονος . Στην ησυχια της νυχτιας δεν
ακουγεται παρα μονο το τραγουδι των νεαρων αγοριων αλλα με μουσικη
υποκρουση τους ηχους απο τα μεγαλα κουδουνια που κρεμονται απο τις φορεσιες των
Ντιβιτζιδων και Καμηλιερηδων .Ολα αυτα δινουν εναν ξεχωριστο τονο !
Τουτη η πομπη εχει ιδιαιτερα διονυσιακα χαρακτηριστικα κι ετσι με το
δικιο της αποπνεει πραγματικα ενα δεος !!! Η παρουσια της συντροφιας
αυτης βραδιατικα στην πορτα σου -εαν ειδικα δεν εισαι εξοικειωμενος-
σου αφηνει εντονα συναισθηματα ! Ο ιδιορυθμος χορος των μεταμορφωμενων
και το τραγουδι των νεων πλημμυριζει το σπιτικο του νοικοκυρη ...


Αφέντην μ' αφιντίτσι μας, πέντε φουρές αφέντη.

Αφέντης μας στην ταύλα του χρυσή καντήλα καίει.

Σαν βάνει λάδι και κερί φέγγει τον κοσμο όλο, Σαν βάνει λάδι μοναχο
φέγγει την αφεντιά του. Αφέντης μας πουκμήθηκε γυρεύβ' να ξιαγρυπνήσει
Γυρεύ'τα μήλα δώδεκα νεράντζια δεκαπέντε Κι ένα καφκί ροϊδόσταγμο να
πιει να ξιαγρυπνίσει Σαν τούπιε κι ξιαγρύπνησε το μαύρο του γυρεύει
Γυρεύ'τη σέλλα ν'αργυρή του γκέμι ασημένιο Κι στα σκαλουπατήματα
σπέρνει μαργαριτάρια.»

Από την ώρα που οι "σαρτες" μπουν στην αυλή του σπιτιού,
όλη η οικογένεια κάθεται στην πόρτα και ακούνε. Και
αυτό φυσικά γίνεται γιατί ο καθένας θ' ακούσει το τραγούδι του. Μετά
από το τραγούδι τ' Αφέντ' αρχίζει το τραγούδι της Κυράς το οποίο είναι
ένας ύμνος γι' αυτήν. Εκθειάζει όλα της τα κάλλη καθώς και τις αρετές
της.

«Σων' απούπαμε για τον Αφέντ', ας πούμ' και της Κεράς μας. Κυρά μας
ρούσσα ροϊδανή, ξιάσπιρ' σαν πιριστέρα, Κυρά μ' σαν ντα στουλίζησει
στην εκκλησιά να πάγεις, Βάνεις τουν ήλιου πρώσουπου κι του φιγγάρ'
αστήθη Κι τουν καθάργιου ουρανο τουν βάνεις δαχτυλίδι Καλί λαμπίμ' του
δάχτυλους σ' παίρνει του δαχτυλίδι, Πώχεις και τα ξανθά μαλλιά σαράντα
πέντε πήχες. Στους ουρανούς τα γύδιαζαν στους κάμπους τα τυλίγαν, Στη
μέσ' τη μέσ' τη Θάλασσα καθόταν και τα πλέκαν. Τρεις ρωμιοπούλες τ'
άπληκαν κι πέντι φραγκοπούλες, Στη μέση βάλουν του σταυρό στην άκρη τ'
Αϊβαγγέλιο Και στ' αργυρό κομποδιασμα βάλουν την Παναγία.»

Στη συνέχεια, και χωρίς καμιά διακοπή τραγουδούν το τραγούδι του
παλληκαριού ή της κοπέλλας. Δεν πρέπει να καθυστερούν, γιατί το χωριό
είναι μεγάλο και δεν θέλουν να κάνουν τους συγχωριανούς τους να
περιμένουν μέχρι τις πρωινές ώρες.


Κανένας στο Λοφάριο δεν κοιμάται τη νύχτα αυτή αν δεν περάσουν οι
"Γκαλεσπεράδες". 'Επειτα, η παράδοση λέει πως πρέπει να περάσουν απ'
όλα τα σπίτια για το καλό της χρονιάς.

'Ετσι λοιπόν ακούμε να τραγουδούν:

«Σών' απούπαμε για την Κερά; ας πούμ' κι τ' Αρχοντόπλα. Ιδώ είν' ο
γιος της καλογιός, της καλοθυγατέρας Γυρεύει νύφη ξακουστή γαμπρό
γραμματισμένο, Νάχει το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σαν γαϊτάνι, Νάχει και
το ματόφρυδο σαν φράγκικο δοξάρι.»

Τα τραγούδια τα τραγουδάνε χωρισμένοι σε δυό ομάδες, αριστερά και δεξιά της πόρτας, λέγοντας κάθε ομάδα από μια στροφή.

'Οταν τελειώσει και το τραγούδι των νέων του σπιτιου όλοι μαζί τραγουδούν:

«Ωσ’ άστρα είναι στον ουρανό, λουλοϋδια απ',τους κάμπους τόσα καλά να δώσ' Θεός ιδώ που τραγουδοϋμει»

Ύστερα από την τραγουδισμένη αυτή ευχή δίνει κι ο αρχηγος της Σαρτας μια άλλη .

Λέει λοιπόν :

«Πήραμει που τουν αφέντ' μας ένα φοϋρνου ψουμί, πενήντα χρυσά
φλουριά κι ένα θρεφτο. Πάντα να έχ' να δίν. Χέρ', πουδάρ' κιφάλ, καρδιά
να μη τουν πουνέσ' . Πέτει πετει παλληκάρια μ' κι τη χρον'.»

Και όλοι μαζί φωνάζουν: «Κι τη χρόν'.»


Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε πως στο χωριό υπήρχαν φτωχοί και
ιδιαίτερα τσιγγοϋνηδες που έδιναν λίγα χρήματα, κάτι που δυσαρεστούσε. Τότε ο αρχηγος λέγοντας αυτά που έδωσε ο
Αφέντσ' στο τέλος αντί να πει "χέρ', πουδάρ' κιφάλ' καρδιά να μη τουν
πουνέσ "έλεγε: "Χέρ', πουδάρ', κιφάλ' καρδιά να μη τουν πουμείν " .
Υπήρχε
και το τραγούδι του ξένου. Του ανθρώπου που για οποιοδήποτε λόγο
βρέθηκε σε κάποιο σπίτι ή στο δρόμο. Κι αυτός έπρεπε ν' ακούσει το
τραγούδι του και φυσικά να κεράσει τα παλληκάρια.

Ετσι, άκουγε κι αυτός το τραγούδι του:

«Δεν έπρεπε αφέντη μου νάσαν σε τοϋτ' τη χώρα, Μόν' έπρεπε αφέντη
μου νάσαν σε πολιτεία, Να όριζες τη Βενετιά και τη μισή την Πολη, Τη
Βενετιά για τα φλουριά, την Πολη για τα γροσια. Να κοσκινίζεις τα
φλουριά, να δρεμονάς τα γρόσια, Κι αυτά τα κοσκινίσματα κέρνα τα
παλληκάρια, Κέρνατα αφέντη μ' κέρνατα, πέντε φορές το ένα.»
η αφηγηση του Ν. ΚΑΛΤΣΟΝΟΥΔΗ ειναι ενδεικτικη :

" Κάθε χρόνο δημιουργούνταν και διαφορετικές παρέες για να τραγουδήσουν από σπίτι σε σπίτι,σ ολόκληρο το χωριό, τις παραμονές των Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς. Τα τραγούδια της πρωτοχρονιάς με αφορμή τον αγιο Βασίλειο αναφέρονται σ αυτόν αλλά και σε πολεμικά γεγονότα των μεσαιωνικών χρόνων.
Το μεγαλύτερο μέρος βέβαια το καταλαμβάνουν τα παινέματα που λέγονται για κάθε μέλος της οικογένειας. Πρέπει λοιπόν τα μέλη των χορωδιών όχι μόνο να αποστηθίσουν τα λόγια, αλλά και να κανονίσουν σε ποιά σπίτια θα πάει η κάθε «σάρτα», ποιο παίνεμα θα πούνε σε κάθε σπίτι για κάθε μέλος του, ανάλογα την οικογενειακή κατάσταση των νοικοκυραίων, την ηλικία και το φύλλο των παιδιών τους, αν είχαν συγγενείς στην ξενιτιά Κ.λ.π..
«Στη Βάρνα και στο Δούναβη βαρά βαγμούρα βάζει...» αντηχούν κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς οι δρόμοι του Νέου Μοναστηρίου από τις σημερινές σάρτες που κάθε χρόνο, με ευλάβεια θα έλεγε κανείς, ξαναζωντανεύουν το έθιμο και το διατηρούν μέχρι τις μέρες μας. Παράλληλα ξεκινούν και οι προετοιμασίες των ντιβιτζήδων. Φτιάχνονται οι καμήλες, επισκευάζονται τα καούκια, συμπληρώνονται τακουδούνια και τα στολίδια των vτιβιτζήδων.
Το έθιμο παραπέμπει στην αρχαιότητα που μεταμφιεσμένοι οι άνθρωποι γιόρταζαν και τιμούσαν τον Θεό Διόνυσο με σάτιρες και χορούς σε «ξέφρενους» ρυθμούς. Με την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας τα έθιμα διαμορφώθηκαν ανάλογα για να μπορέσουν να διατηρηθούν. Οι ντιβιτζήδες(καμηλιέρηδες, από την λέξη" ντιβέ" που στα αραβικά σημαίνει καμήλα) ήταν οι έμποροι της εποχής που με καραβάνια από καμήλες διακινούσαν το εμπόριο από και προς τις περιοχές αυτές, με περιοχές της Ανατολής και της Αραβίας. Καθώς λοιπόν μετέφεραν Προιόντα. από χώρες της-Ανατολής, το έθιμο συνδέθηκε με τον Aγιο Βασίλειο που φέρνει δώρα, από την Καισάρεια.
Οι ντιβιτζήδες ντύνονταιμε προβιές και φορούν στο κεφάλι το καούκι που είναι καπέλο και μάσκα μαζί. Είναι φτιαγμένο από«κιτσιά»(αρνίσιο μαλλί ζεματισμένο για να κολλήσουν οι ίνες μεταξύ τους)και στολισμένο με καθρεφτάκια (για τον εξορκισμό των πνευμάτων)και πολύχρωμες κορδέλες και στη θέση των δοντιών έχουν«αρμάθες» από ξερά φασόλια. Στη μέση και στα πόδια φορούν μικρά κουδουνάκια που δημιουργούν θόρυβο όταν χορεύουν ή τσακώνονται οι ντιβιτζήδες. Στα χέρια κρατούν το«τοπούζ»(ξύλινο ρόπαλο που το χρησιμοποιούσαν σαν όπλο στα ταξίδια τους)με το οποίο κτυπούν χάμω «εκβιάζοντας» κατά κάποιο τρόπο τη γονιμότητα της γης.
Η καμήλα είναι μια ξύλινη κατασκευή σκεπασμένη με «τσόλι»(υφαντό από τραγίσιο μαλλί με ένα μακρόστενο λαιμό από προβιά όπως και το κεφάλι της, με κρεμασμένα πολλά μεγάλα μπρούτζινακουδούνια (τούτσα). Ο θόρυβος των κουδουνιών καθώς η καμήλα κουνιέται συντελεί στο ξύπνημα της φύσης από την χειμωνιάτικη νάρκη. Η καμήλα στερεώνεται με ζωνάρια δεμένα σταυρωτά πάνω στο ανθρώπινο σώμα και ζυγίζεται με τέχνη για να μην γέρνει και κουράζει τον «καμιλτζή». Ο καμιλτζής φροντίζει να φορά τα καθημερινά καφέ πουτούρια του (από δεύτερης ποιότητας μαλλί και όχι τα μαύρα επίσημα ρούχο.

Οι ντιβιτζήδες, η καμήλα, ο γκαϊντατζής ή ο φιουρτζής(παίζει φλογέρα)συνοδεύουν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τις σάρτες από σπίτι σε σπίτι. Οι νοικοκυραίοι αφού ακούσουν τα τραγούδια και ταπαινέματά τους κερνούν όλους και δίνουν και κάποιο φιλοδώρημα. Πολλές φορές η καμήλα πέφτει κάτω και κάνει την άρρωστη και σηκώνεται μόλις βγει το κέρασμα. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά αμέσως μετά την λειτουργία στην εκκλησία, οι ντιβιτζήδες, οι καμήλες και οι μουσικοί ανοίγουν τον χώρο στηνπλατεία του χωριού, όπου συμμετέχουν όλοι οι κάτοικοι χορεύονταςκυρίως ζωναράδικο και συγκαθιστό. Επειδή ο ζωναράδικος χορεύεται σε ανοιχτό χώρο, δεν υπάρχει ανάγκη να κρατιούνται από τα ζωνάρια(για εξοικονόμηση χώρου)και κρατιούνται από τα χέρια.
Ο χορός χορεύεται«ντούσκος»(στρωτός) γιατί τα τραγούδια που τον συνοδεύουν είναι στρωτά και όχι γρήγορα. Το κατ 'εξοχήν τραγούδι της εκδήλωσης αυτής είναι οι «καμήλες» :

Καλές καμήλες, καλές καμήλες, Καοά κορτσούδια,
καοά κορτσούδια(καοά=καλά) Καλές καμήλες,
καλές καμήλες Καοά παλ'κάρια, καοά παλ'κάρια
Καλές καμήλες, καλές καμήλες
Kαοά στουλδούδια, καοά στουλδούδια
Σείς δεν μι ξερ"τι, 'σεις δεν μι ξερ'τι γω ποια 'υρεύου,
Γω ποια 'υρευού ιγώ μάνα 'υρεύου,
Ιγώ μάνα 'υρεύου τ'Ροτού Ντιρζούδα,
Τα Ροτού Ντιρζούδα (Ροτού=Ερατώ)
Τ Ροτού Ντιρζούδα, τ'Ροτού Ντιρζούδα
Τ μακρου μαλούσα ξανθομαλλούσα
Τ μακρομαλ/ούσα ξανθομαλλούσα
Τ' συρτουφρυδούσα τ 'συρτουφρυδούσα
Οι μουσικοί προκειμένου να τιμήσουν και τους ντιβιτζήδες που είναι ανατολικής καταγωγής, παίζουν τον συγκαθιστό που ηχητικά συγγενεύει με χορούς της πατρίδας τους.
Οι ντιβιτζήδες και οι καμήλες χορεύουν έντονα, παλαβά και τους αναγκάζουν να παίξουν πιο γρήγορα, ο ρυθμός αρχίζει να γέρνει προς το τσιφτετέλι και γι αυτό λέγεται και κατσιβέλικος (γύφτικος) ή ντιβιτζήδικoς. Καλές καμήλες, καλές καμήλες, "






σημειωση : Τουτη δω η παρεα συνεχιζει ολο το βραδυ το "γκιζερι" ( βολτα ) μεχρι και τις πρωτες πρωινες ωρες ωσπου να καταληξουν στην κεντρικη πλατεια του χωριου οπου ξεκινουν πρωτοι αυτοι 
τον "Μεγαλο χορο"! Σιγα σιγα ο χορος μεγαλωνει καθως ολοι οι κατοικοι αρχιζουν να ερχονται και να γινονται ενα με τους υπολοιπους ! Ο χορος στη πλατεια διατηρειται εως και τις μερες μας ανημερα της Πρωτοχρονιας στο Νεο Μοναστηρι .Οσοι τολμησετε να επισκεφτειτε κεινη τη μερα το χωριο για να να δειτε απο κοντα το δρωμενο ειμαι σιγουρη πως θα το απολαυσετε πολυ !!!

FOTOS FROM: most of them from 
https://www.facebook.com/neo.monastiri 
    Blogger Comment
    Facebook Comment